πολτός

πολτός
ο, ΝΑ, πόλτος, Α
1. ουσία ή μάζα μαλακή και υδαρής
2. χυλός, κουρκούτι
νεοελλ.
1. (χημ.-τεχνολ. τροφ.) αιώρημα, λίγο πολύ μεγάλων τεμαχίων μιας ουσίας σε ένα υγρό έτσι ώστε να σχηματίζεται μια ιξώδης ρευστή μάζα
2. χημ. ονομασία διαλυμάτων χημικών ουσιών τα οποία χρησιμοποιούνται στη γεωργία για τους ψεκασμούς τών φυτών για προστασία από έντομα, μύκητες κ.ά. εχθρούς
3. φρ. «βασιλικός πολτός» — προϊόν πολτώδους σύστασης το οποίο παράγεται από τις μέλισσες, προορίζεται για τη διατροφή τών απογόνων τής βασίλισσας, είναι πλούσιος σε ορισμένα αμινοξέα και βιταμίνες και γι' αυτό θεωρείται ότι έχει πολύτιμες ιδιότητες για τον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με τη λ. πάλη* «λεπτό αλεύρι» ή το λατ. pollen με την ίδια σημ. και εμφανίζει κατάλ. -τος όπως οι λ. χόρ-τος*, φόρ-τος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πόλτος — porridge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλτος — ὁ, Α βλ. πολτός …   Dictionary of Greek

  • πολτός — ο μάζα μαλακή, χυλός: Πολτός ντομάτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βορδιγάλιος πολτός — Μείγμα διάλυσης σε νερό θειικού χαλκού και ασβεστίου που χρησιμοποιείται ως αντικρυπτογαμικό στη γεωργία. Παρασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1882 στο Μπορντό (Βορδίγαλα) της Γαλλίας, απ’ όπου πήρε και την ονομασία του. Ανάλογα… …   Dictionary of Greek

  • πόλτοι — πόλτος porridge masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλτοις — πόλτος porridge masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλτον — πόλτος porridge masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλτου — πόλτος porridge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλτους — πόλτος porridge masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλτων — πόλτος porridge masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”