- πολτός
- ο, ΝΑ, πόλτος, Α1. ουσία ή μάζα μαλακή και υδαρής2. χυλός, κουρκούτινεοελλ.1. (χημ.-τεχνολ. τροφ.) αιώρημα, λίγο πολύ μεγάλων τεμαχίων μιας ουσίας σε ένα υγρό έτσι ώστε να σχηματίζεται μια ιξώδης ρευστή μάζα2. χημ. ονομασία διαλυμάτων χημικών ουσιών τα οποία χρησιμοποιούνται στη γεωργία για τους ψεκασμούς τών φυτών για προστασία από έντομα, μύκητες κ.ά. εχθρούς3. φρ. «βασιλικός πολτός» — προϊόν πολτώδους σύστασης το οποίο παράγεται από τις μέλισσες, προορίζεται για τη διατροφή τών απογόνων τής βασίλισσας, είναι πλούσιος σε ορισμένα αμινοξέα και βιταμίνες και γι' αυτό θεωρείται ότι έχει πολύτιμες ιδιότητες για τον άνθρωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με τη λ. πάλη* «λεπτό αλεύρι» ή το λατ. pollen με την ίδια σημ. και εμφανίζει κατάλ. -τος όπως οι λ. χόρ-τος*, φόρ-τος*].
Dictionary of Greek. 2013.